κόποις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δοτική πτώση πληθυντικού αριθμού του κόπος.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
κόποις
- (συνήθως στη φράση) τα αγαθά κόποις κτώνται.