Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόβω καπίστρι, < → δείτε τις λέξεις κόβω και καπίστρι.

  Έκφραση επεξεργασία

κόβω καπίστρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία