κωχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακωχιάζω
- (σπάνιο) τοποθετώ σε κώχη / γωνία
- (σπάνιο) σχηματίζω / δημιουργώ κώχες / γωνίες
- (σπάνιο) αποκτώ κώχες / γωνίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κώχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωχιάζω
|