Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλοσκάμπιλο < κώλος + σκαμπίλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλοσκάμπιλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία