Ετυμολογία

επεξεργασία
κυριολεχτώ < κυριολεκτώ < (ελληνιστική κοινήκυριολεκτέω / κυριολεκτῶ < αρχαία ελληνική κύριος + λέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈxto/

κυριολεχτώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία