κυριαρχικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυριαρχικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κυριαρχικῶς, ήδη το 1851[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κυριαρχικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
κυριαρχικώς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 583, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
σελ. 1151, Τόμος Β΄: Ν.Δραγ. (Νικόλαος Δραγούμης), 1851, 1874
Πηγές επεξεργασία
- «κυριαρχικός» (& κυριαρχικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)