Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κρυφτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρύβομαι
  2. θα κρυφτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρύβομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κρύβομαι