κρυφτείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κρυφτείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρύβομαι
- θα κρυφτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρύβομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κρύβομαι