κρουτόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρουτόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρουτόν ουδέτερο άκλιτο
- μικρός κύβος τηγανισμένου ή ψημένου ψωμιού του τοστ που το προσθέτουν για γαρνιτούρα σε σαλάτες ή σε σούπες
Τα κρουτόν ειναι γνωστά και ως μικρά παξιμαδάκια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρουτόν
|