Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεβάτωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κρεβάτωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κρεβατώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κρεβατώνω