κραδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακραδία θηλυκό
- (ανατομία) επικός τύπος του καρδία, δωρικός τύπος του κραδίη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 881
- κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει,
- Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ᾽ η καρδιά,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει,
- ※ 5os αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IV, Θησεὺς ‹Ἀθηναίοις›, 4.11
- τί τοι κραδίαν ἀμύσσει;
- την καρδιά σου τί άλλο την ταράζει;
- Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- τί την καρδιά σου πληγώνει;
- Μετάφραση (1931), Ηλίας Βουτιερίδης @greek‑language.gr
- την καρδιά σου τί άλλο την ταράζει;
- τί τοι κραδίαν ἀμύσσει;
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 881
Πηγές
επεξεργασία- κραδία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κραδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.