κουράσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈɾa.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐ρά‐σεις
- ομόηχο: Κουράσης
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κουράσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουράζω
- θα κουράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουράζω