Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουράντ < (μεταγραφή) γαλλική courante

  Μεταγραφή επεξεργασία

κουράντ θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία