κουκούλιον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκούλιον ουδέτερο
- κάλυμμα της κεφαλής (σκούφος) των ορθόδοξων μοναχών
- το προοίμιο ενός κοντακίου (εκκλησιαστικού ύμνου)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκούλιον
|