Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουκούλιον < ύστερο λατινικό cuculla < λατινική cucullus
 
Ρώσος πατριάρχης που φοράει το κουκούλιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουκούλιον ουδέτερο

  1. κάλυμμα της κεφαλής (σκούφος) των ορθόδοξων μοναχών
  2. το προοίμιο ενός κοντακίου (εκκλησιαστικού ύμνου)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία