κουβεντιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.venˈdʝa.zo.me/ & /ku.venˈdi̯a.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βε‐ντιά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακουβεντιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κουβεντιάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουβεντιάζομαι | κουβεντιαζόμουν(α) | θα κουβεντιάζομαι | να κουβεντιάζομαι | ||
β' ενικ. | κουβεντιάζεσαι | κουβεντιαζόσουν(α) | θα κουβεντιάζεσαι | να κουβεντιάζεσαι | (κουβεντιάζου) | |
γ' ενικ. | κουβεντιάζεται | κουβεντιαζόταν(ε) | θα κουβεντιάζεται | να κουβεντιάζεται | ||
α' πληθ. | κουβεντιαζόμαστε | κουβεντιαζόμαστε κουβεντιαζόμασταν |
θα κουβεντιαζόμαστε | να κουβεντιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | κουβεντιάζεστε | κουβεντιαζόσαστε κουβεντιαζόσασταν |
θα κουβεντιάζεστε | να κουβεντιάζεστε | (κουβεντιάζεστε) | |
γ' πληθ. | κουβεντιάζονται | κουβεντιάζονταν κουβεντιαζόντουσαν |
θα κουβεντιάζονται | να κουβεντιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουβεντιάστηκα | θα κουβεντιαστώ | να κουβεντιαστώ | κουβεντιαστεί | ||
β' ενικ. | κουβεντιάστηκες | θα κουβεντιαστείς | να κουβεντιαστείς | κουβεντιάσου | ||
γ' ενικ. | κουβεντιάστηκε | θα κουβεντιαστεί | να κουβεντιαστεί | |||
α' πληθ. | κουβεντιαστήκαμε | θα κουβεντιαστούμε | να κουβεντιαστούμε | |||
β' πληθ. | κουβεντιαστήκατε | θα κουβεντιαστείτε | να κουβεντιαστείτε | κουβεντιαστείτε | ||
γ' πληθ. | κουβεντιάστηκαν κουβεντιαστήκαν(ε) |
θα κουβεντιαστούν(ε) | να κουβεντιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουβεντιαστεί | είχα κουβεντιαστεί | θα έχω κουβεντιαστεί | να έχω κουβεντιαστεί | κουβεντιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κουβεντιαστεί | είχες κουβεντιαστεί | θα έχεις κουβεντιαστεί | να έχεις κουβεντιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουβεντιαστεί | είχε κουβεντιαστεί | θα έχει κουβεντιαστεί | να έχει κουβεντιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουβεντιαστεί | είχαμε κουβεντιαστεί | θα έχουμε κουβεντιαστεί | να έχουμε κουβεντιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουβεντιαστεί | είχατε κουβεντιαστεί | θα έχετε κουβεντιαστεί | να έχετε κουβεντιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουβεντιαστεί | είχαν κουβεντιαστεί | θα έχουν κουβεντιαστεί | να έχουν κουβεντιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβεντιάζομαι
|