κορνφλάουρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορνφλάουρ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cornflour
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορνφλάουρ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορνφλάουρ