Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπίτσιν < κόπ(ος) + -ίτσιν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπίτσιν ουδέτερο

  • κόπος
    ※  12ος αιώνας, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, ανωνύμου, έμμετρη μυθιστορία, στίχ. 2478 (2477-2478)
    Καὶ τί λοιπὸν ἠδίκησεν ἐτοῦτος ὁ δραγάτης
    καὶ θέλουν τὸ κοπίτσιν του νὰ τὸ τρυγήσουν ἄλλοι;
    Εμμανουήλ Κριαράς, (επιμ.), Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Αετός, Αθήνα 1955, σελ. 78

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • κοπίτσιν (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)

Συγγενικά

επεξεργασία