Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντρόλ < γαλλ. contrôle
 
κοντρόλ τηλεοπτικού καναλιού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντρόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. ο έλεγχος, ο καθορισμός των ενεργειών κάποιας κατάστασης ή αντικειμένου
  2. το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο
  3. (κατ’ επέκταση) το δωμάτιο ή ο χώρος με τα μηχανήματα τα οποία χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία