κομιτατέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομιτατέρ < γαλλική commutateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομιτατέρ ουδέτερο άκλιτο
- ηλεκτρικός διακόπτης που ελέγχει μια ομάδα από φώτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομιτατέρ
|