κολλέγιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολλέγιον < ελληνιστική κοινή κολλήγιον < λατινική collegium. Συγκρίνετε με το νεοελληνικό κολέγιο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολλέγιον ουδέτερο
- (διοίκηση) ανώτατο συμβούλιο
- (νομικός όρος) δικαστικό σώμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κολλέγιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κολλέγιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].