κοκαλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακοκαλιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κοκαλιασμένος
- → δείτε τη λέξη κόκαλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοκαλιάζω | κοκάλιαζα | θα κοκαλιάζω | να κοκαλιάζω | κοκαλιάζοντας | |
β' ενικ. | κοκαλιάζεις | κοκάλιαζες | θα κοκαλιάζεις | να κοκαλιάζεις | κοκάλιαζε | |
γ' ενικ. | κοκαλιάζει | κοκάλιαζε | θα κοκαλιάζει | να κοκαλιάζει | ||
α' πληθ. | κοκαλιάζουμε | κοκαλιάζαμε | θα κοκαλιάζουμε | να κοκαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοκαλιάζετε | κοκαλιάζατε | θα κοκαλιάζετε | να κοκαλιάζετε | κοκαλιάζετε | |
γ' πληθ. | κοκαλιάζουν(ε) | κοκάλιαζαν κοκαλιάζαν(ε) |
θα κοκαλιάζουν(ε) | να κοκαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοκάλιασα | θα κοκαλιάσω | να κοκαλιάσω | κοκαλιάσει | ||
β' ενικ. | κοκάλιασες | θα κοκαλιάσεις | να κοκαλιάσεις | κοκάλιασε | ||
γ' ενικ. | κοκάλιασε | θα κοκαλιάσει | να κοκαλιάσει | |||
α' πληθ. | κοκαλιάσαμε | θα κοκαλιάσουμε | να κοκαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοκαλιάσατε | θα κοκαλιάσετε | να κοκαλιάσετε | κοκαλιάστε | ||
γ' πληθ. | κοκάλιασαν κοκαλιάσαν(ε) |
θα κοκαλιάσουν(ε) | να κοκαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοκαλιάσει | είχα κοκαλιάσει | θα έχω κοκαλιάσει | να έχω κοκαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοκαλιάσει | είχες κοκαλιάσει | θα έχεις κοκαλιάσει | να έχεις κοκαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοκαλιάσει | είχε κοκαλιάσει | θα έχει κοκαλιάσει | να έχει κοκαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοκαλιάσει | είχαμε κοκαλιάσει | θα έχουμε κοκαλιάσει | να έχουμε κοκαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοκαλιάσει | είχατε κοκαλιάσει | θα έχετε κοκαλιάσει | να έχετε κοκαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοκαλιάσει | είχαν κοκαλιάσει | θα έχουν κοκαλιάσει | να έχουν κοκαλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοκαλιάζω
|