Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκαλιάζω < κόκαλο + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κοκαλιάζω

  1. άλλη μορφή του κοκαλώνω
  2. (προφορικό) αδυνατίζω σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία