Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκαλιάζω < κόκαλο + -ιάζω

κοκαλιάζω

  1. άλλη μορφή του κοκαλώνω
  2. (προφορικό) αδυνατίζω σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία