Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κλιμακωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλιμακώνομαι
  2. θα κλιμακωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλιμακώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κλιμακώνομαι