Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κινητοποιούμαι

  • αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία