Ετυμολογία

επεξεργασία
κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ

κινητοποιούμαι

  • αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία