Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κινδυνολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κινδυνολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κινδυνολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κινδυνολογώ