Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κηδεμόνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κηδεμόνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κηδεμονεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κηδεμονεύω