Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κηδεμόνευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κηδεμονεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κηδεμονεύω