κεζάπι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεζάπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kezzap (< teezab) < περσική تیزاب (têzâb) < περσική تیز (têz) + آب (âb)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεζάπι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεζάπι
|
κεζάπι ουδέτερο
|