Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατοίκησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κατοίκησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κατοικώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κατοικώ