Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταψάω < κατά και ψάω

  Ρήμα επεξεργασία

καταψάω ( & καταψήχω)

  1. χαϊδεύω
    καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν (Ηρόδοτος)
  2. (μεταφορικά) κατευνάζω, απαλύνω

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

  • αόριστος: κατέψησα,
  • οι τύποι κατέψηγμαι και καταψηχθείς από τον παράλληλο τύπο καταψήχω