καταψάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταψάω ( & καταψήχω)
- χαϊδεύω
- καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν (Ηρόδοτος)
- (μεταφορικά) κατευνάζω, απαλύνω
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- αόριστος: κατέψησα,
- οι τύποι κατέψηγμαι και καταψηχθείς από τον παράλληλο τύπο καταψήχω