κατατοπίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατατοπίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατατοπίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατοπίζομαι | κατατοπιζόμουν(α) | θα κατατοπίζομαι | να κατατοπίζομαι | ||
β' ενικ. | κατατοπίζεσαι | κατατοπιζόσουν(α) | θα κατατοπίζεσαι | να κατατοπίζεσαι | (κατατοπίζου) | |
γ' ενικ. | κατατοπίζεται | κατατοπιζόταν(ε) | θα κατατοπίζεται | να κατατοπίζεται | ||
α' πληθ. | κατατοπιζόμαστε | κατατοπιζόμαστε κατατοπιζόμασταν |
θα κατατοπιζόμαστε | να κατατοπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατατοπίζεστε | κατατοπιζόσαστε κατατοπιζόσασταν |
θα κατατοπίζεστε | να κατατοπίζεστε | (κατατοπίζεστε) | |
γ' πληθ. | κατατοπίζονται | κατατοπίζονταν κατατοπιζόντουσαν |
θα κατατοπίζονται | να κατατοπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατατοπίστηκα | θα κατατοπιστώ | να κατατοπιστώ | κατατοπιστεί | ||
β' ενικ. | κατατοπίστηκες | θα κατατοπιστείς | να κατατοπιστείς | κατατοπίσου | ||
γ' ενικ. | κατατοπίστηκε | θα κατατοπιστεί | να κατατοπιστεί | |||
α' πληθ. | κατατοπιστήκαμε | θα κατατοπιστούμε | να κατατοπιστούμε | |||
β' πληθ. | κατατοπιστήκατε | θα κατατοπιστείτε | να κατατοπιστείτε | κατατοπιστείτε | ||
γ' πληθ. | κατατοπίστηκαν κατατοπιστήκαν(ε) |
θα κατατοπιστούν(ε) | να κατατοπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατατοπιστεί | είχα κατατοπιστεί | θα έχω κατατοπιστεί | να έχω κατατοπιστεί | κατατοπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατατοπιστεί | είχες κατατοπιστεί | θα έχεις κατατοπιστεί | να έχεις κατατοπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατατοπιστεί | είχε κατατοπιστεί | θα έχει κατατοπιστεί | να έχει κατατοπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατοπιστεί | είχαμε κατατοπιστεί | θα έχουμε κατατοπιστεί | να έχουμε κατατοπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατατοπιστεί | είχατε κατατοπιστεί | θα έχετε κατατοπιστεί | να έχετε κατατοπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατατοπιστεί | είχαν κατατοπιστεί | θα έχουν κατατοπιστεί | να έχουν κατατοπιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατατοπίζομαι
|