κατασωτεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασωτεύω < ελληνιστική κοινή κατασωτεύομαι < αρχαία ελληνική ἀσωτεύομαι < ἀσωτία
Ρήμα επεξεργασία
κατασωτεύω
- κατασπαταλώ την περιουσία σε ασωτίες
Συγγενικά επεξεργασία
- κατασώτευση
- → δείτε τις λέξεις κατά και ασωτία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασωτεύω
|