καταστείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθίσταμαι
- θα καταστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθίσταμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καθίσταμαι