Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατασκόπευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κατασκοπεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κατασκοπεύω