Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπλύνομαι < αρχαία ελληνική πλύνω, κατά + πλύνομαι

καταπλύνομαι έχω ξεπλυθεί


μεταφορικά

επεξεργασία
  • «νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ πρᾶγμα, καὶ τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, ἀλλ' οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε».[1] έχει εξευτελιστεί, εξέπεσε η υπόληψη, κατάντησε ευτελές


  Μεταφράσεις

επεξεργασία