καταπληγιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταπληγιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταπληγιάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπληγιάζομαι | καταπληγιαζόμουν(α) | θα καταπληγιάζομαι | να καταπληγιάζομαι | ||
β' ενικ. | καταπληγιάζεσαι | καταπληγιαζόσουν(α) | θα καταπληγιάζεσαι | να καταπληγιάζεσαι | (καταπληγιάζου) | |
γ' ενικ. | καταπληγιάζεται | καταπληγιαζόταν(ε) | θα καταπληγιάζεται | να καταπληγιάζεται | ||
α' πληθ. | καταπληγιαζόμαστε | καταπληγιαζόμαστε καταπληγιαζόμασταν |
θα καταπληγιαζόμαστε | να καταπληγιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | καταπληγιάζεστε | καταπληγιαζόσαστε καταπληγιαζόσασταν |
θα καταπληγιάζεστε | να καταπληγιάζεστε | (καταπληγιάζεστε) | |
γ' πληθ. | καταπληγιάζονται | καταπληγιάζονταν καταπληγιαζόντουσαν |
θα καταπληγιάζονται | να καταπληγιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπληγιάστηκα | θα καταπληγιαστώ | να καταπληγιαστώ | καταπληγιαστεί | ||
β' ενικ. | καταπληγιάστηκες | θα καταπληγιαστείς | να καταπληγιαστείς | καταπληγιάσου | ||
γ' ενικ. | καταπληγιάστηκε | θα καταπληγιαστεί | να καταπληγιαστεί | |||
α' πληθ. | καταπληγιαστήκαμε | θα καταπληγιαστούμε | να καταπληγιαστούμε | |||
β' πληθ. | καταπληγιαστήκατε | θα καταπληγιαστείτε | να καταπληγιαστείτε | καταπληγιαστείτε | ||
γ' πληθ. | καταπληγιάστηκαν καταπληγιαστήκαν(ε) |
θα καταπληγιαστούν(ε) | να καταπληγιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπληγιαστεί | είχα καταπληγιαστεί | θα έχω καταπληγιαστεί | να έχω καταπληγιαστεί | καταπληγιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπληγιαστεί | είχες καταπληγιαστεί | θα έχεις καταπληγιαστεί | να έχεις καταπληγιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπληγιαστεί | είχε καταπληγιαστεί | θα έχει καταπληγιαστεί | να έχει καταπληγιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπληγιαστεί | είχαμε καταπληγιαστεί | θα έχουμε καταπληγιαστεί | να έχουμε καταπληγιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπληγιαστεί | είχατε καταπληγιαστεί | θα έχετε καταπληγιαστεί | να έχετε καταπληγιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπληγιαστεί | είχαν καταπληγιαστεί | θα έχουν καταπληγιαστεί | να έχουν καταπληγιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπληγιάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- καταπληγιάζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)