καταναυμαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταναυμαχώ < αρχαία ελληνική καταναυμαχέω / καταναυμαχῶ
Ρήμα επεξεργασία
καταναυμαχώ (παθητική φωνή: καταναυμαχούμαι)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταναυμαχώ
|