Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατανάγκασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κατανάγκασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καταναγκάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καταναγκάζω