Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατέστησαν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθιστώ

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κατέστησαν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθίσταμαι