Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασπό < γαλλική cache-pot

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασπό ουδέτερο άκλιτο και κασπώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία