Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασπώ < γαλλική cache-pot

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασπώ ουδέτερο άκλιτο και κασπό

  • δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία