κασπώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασπώ ουδέτερο άκλιτο και κασπό
- δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κασπώ
|