Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κασέλιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κασέλιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
κασελιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
κασελιάζω