Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καρποφόρησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καρποφορώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καρποφορώ