Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρκινοβάτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καρκινοβάτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καρκινοβατώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καρκινοβατώ