καρκινοβατώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρκινοβατώ < (ελληνιστική κοινή) καρκινοβάτης < αρχαία ελληνική καρκίνος (=κάβουρας) + βαίνω
Ρήμα επεξεργασία
καρκινοβατώ
- (για έργο) καθυστερώ πολύ, προχωρώ με πολύ αργό ρυθμό ή οπισθοδρομώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρκινοβατώ
|