καρκαίρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρκαίρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακαρκαίρω
- (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 157 (156-158)
- Τῶν δ᾽ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον καὶ λάμπετο χαλκῷ, | ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων· κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν | ὀρνυμένων ἄμυδις.
- Έλαμπε ωστόσο απ᾽ τον χαλκόν κι εγέμισε η πεδιάδα | απ᾽ άνδρες κι ίππους και ως ομού προβαίναν τράνταζ᾽ όλη | από τα πόδια τους η γη.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Τῶν δ᾽ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον καὶ λάμπετο χαλκῷ, | ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων· κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν | ὀρνυμένων ἄμυδις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 157 (156-158)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καρκαίρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρκαίρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.