Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιοχτυπάω < καρδιοχτυπώ < καρδιοχτύπι +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾ.ðʝo.xtiˈpa.o/

  Ρήμα επεξεργασία

καρδιοχτυπάω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία