Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρατέκα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρατέκα
< (
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
karateka
<
ιαπωνική
空手家
/
からてか
(karateka)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρατέκα
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
ο
αθλητής
του
καράτε
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
καράτε
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρατέκα
αγγλικά
:
karateka
(en)
γαλλικά
:
karatéka
(fr)
ιαπωνικά
:
空手家
(ja)