Ετυμολογία

επεξεργασία
καρατέκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική karateka < ιαπωνική 空手家 / からてか (karateka)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρατέκα αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία