Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καραδόκησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καραδόκησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καραδοκώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καραδοκώ