Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καποτάστο < λείπει η ετυμολογία
 
καποτάστο (1)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καποτάστο ουδέτερο

  • εργαλείο το οποίο σφίγγεται πάνω στην ταστιέρα των έγχορδων οργάνων με σκοπό να μεταβάλλει ομοιόμορφα και προσωρινά το ενεργό μήκος των χορδών

  Μεταφράσεις επεξεργασία