Δείτε επίσης: Καπνίση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καπνίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καπνίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καπνίζω
  3. θα καπνίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καπνίζω