καπιστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαπιστρώνω (παθητική φωνή: καπιστρώνομαι)
- (κυριολεκτικά) τοποθετώ καπίστρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
- (μεταφορικά) περιορίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπίστρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καπιστρώνω | καπίστρωνα | θα καπιστρώνω | να καπιστρώνω | καπιστρώνοντας | |
β' ενικ. | καπιστρώνεις | καπίστρωνες | θα καπιστρώνεις | να καπιστρώνεις | καπίστρωνε | |
γ' ενικ. | καπιστρώνει | καπίστρωνε | θα καπιστρώνει | να καπιστρώνει | ||
α' πληθ. | καπιστρώνουμε | καπιστρώναμε | θα καπιστρώνουμε | να καπιστρώνουμε | ||
β' πληθ. | καπιστρώνετε | καπιστρώνατε | θα καπιστρώνετε | να καπιστρώνετε | καπιστρώνετε | |
γ' πληθ. | καπιστρώνουν(ε) | καπίστρωναν καπιστρώναν(ε) |
θα καπιστρώνουν(ε) | να καπιστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καπίστρωσα | θα καπιστρώσω | να καπιστρώσω | καπιστρώσει | ||
β' ενικ. | καπίστρωσες | θα καπιστρώσεις | να καπιστρώσεις | καπίστρωσε | ||
γ' ενικ. | καπίστρωσε | θα καπιστρώσει | να καπιστρώσει | |||
α' πληθ. | καπιστρώσαμε | θα καπιστρώσουμε | να καπιστρώσουμε | |||
β' πληθ. | καπιστρώσατε | θα καπιστρώσετε | να καπιστρώσετε | καπιστρώστε | ||
γ' πληθ. | καπίστρωσαν καπιστρώσαν(ε) |
θα καπιστρώσουν(ε) | να καπιστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καπιστρώσει | είχα καπιστρώσει | θα έχω καπιστρώσει | να έχω καπιστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καπιστρώσει | είχες καπιστρώσει | θα έχεις καπιστρώσει | να έχεις καπιστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καπιστρώσει | είχε καπιστρώσει | θα έχει καπιστρώσει | να έχει καπιστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καπιστρώσει | είχαμε καπιστρώσει | θα έχουμε καπιστρώσει | να έχουμε καπιστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καπιστρώσει | είχατε καπιστρώσει | θα έχετε καπιστρώσει | να έχετε καπιστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καπιστρώσει | είχαν καπιστρώσει | θα έχουν καπιστρώσει | να έχουν καπιστρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπιστρώνω
|