Ετυμολογία

επεξεργασία
καπιστρώνω < καπίστρι + -ώνω

καπιστρώνω (παθητική φωνή: καπιστρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθετώ καπίστρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
  2. (μεταφορικά) περιορίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία