Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπιστρώνω < καπίστρι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καπιστρώνω (παθητική φωνή: καπιστρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθετώ καπίστρι σε άλογο ή άλλο υποζύγιο
  2. (μεταφορικά) περιορίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία