κανκάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανκάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική cancan[1] < cancan, νηπιακή λέξη για την πάπια (canard), επειδή ο χορός παρομοίαζε τις κινήσεις τις πάπιας
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανκάν ουδέτερο άκλιτο
- γαλλικός τολμηρός, γυναικείος χορός του 20ου αιώνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κανκάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας