Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανκάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική cancan[1] < cancan, νηπιακή λέξη για την πάπια (canard), επειδή ο χορός παρομοίαζε τις κινήσεις τις πάπιας
 
χορεύτριες κανκάν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανκάν ουδέτερο άκλιτο

  • γαλλικός τολμηρός, γυναικείος χορός του 20ου αιώνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία